Στην καρδιά ενός επιχειρηματικού οικοσυστήματος που παλεύει να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, η Μαρία Μαλικούτη προτείνει έναν διαφορετικό δρόμο, αυτόν της πράσινης ανθεκτικότητας.

Με 35 χρόνια εμπειρίας στο τιμόνι της ιστορικής ελληνικής βιομηχανίας “Αρκάδι”, και σήμερα μέσα από το γραφείο Green Resilience Consulting, η Μαλικούτη επανεφευρίσκει τη σχέση ανάμεσα στην επιχείρηση και την κοινωνία, καλώντας τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να δουν τη βιωσιμότητα όχι ως βάρος, αλλά ως μοχλό εξέλιξης.

Σε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη, στον Γ. Μπακόλα για το Agrocapital.gr μιλά για το πώς η εμπειρία της μετουσιώθηκε σε μεθοδολογία, ποια εργαλεία οδηγούν στην πράξη, και γιατί η ανθεκτικότητα δεν είναι πολυτέλεια αλλά προϋπόθεση επιβίωσης.

Η Μαρία Μαλικούτη  είναι εξειδικευμένη Σύμβουλος  Ανάπτυξης. Με 35 χρόνια εμπειρίας στον χώρο των καταναλωτικών αγαθών και σημαντική πορεία ως CEO της οικογενειακής βιομηχανίας Αρκάδι, σήμερα μέσα από το συμβουλευτικό γραφείο Green Resilience Consulting, συνεργάζεται με Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις και παραγωγικές μονάδες που επιθυμούν να ενισχύσουν τη ανθεκτικότητα τους υιοθετώντας   βιώσιμες στρατηγικές και αξιοποιώντας τα εργαλεία της πράσινης ανθεκτικότητας.


Το ταξίδι μου στην οικογενειακή επιχείρηση ήταν γεμάτο προκλήσεις και ευκαιρίες. Από τη μία, υπήρχε η ευθύνη να διατηρήσω την κληρονομιά που χτίστηκε από τις προηγούμενες γενιές και από την άλλη, η πρόκληση να φέρω φρέσκες ιδέες και στρατηγικές, ώστε να προσαρμοστούμε στις απαιτήσεις της σύγχρονης αγοράς. Ήθελα να ξανασυστήσω τη  μάρκα Αρκάδι, που δημιουργήθηκε το 1946, ως ένα brand που συνδέει τις αξίες με τη σύγχρονη καινοτομία και την περιβαλλοντική υπευθυνότητα. Το όραμά μας ήταν να αναδείξουμε το πράσινο σαπούνι, ένα αυθεντικό ελληνικό προϊόν,  μέσα από νέα προϊόντα και νέες μορφές, χωρίς να προδώσουμε τη φυσικότητα και τη βιωσιμότητα που ενσαρκώνει.

Αυτό το εγχείρημα, πέρα από επιχειρηματική επιτυχία, με δίδαξε κάτι βαθύτερο: ότι η αφοσίωση, η αυθεντικότητα και η υπευθυνότητα μπορούν να αποτελέσουν τον πυρήνα ενός σύγχρονου, ανταγωνιστικού μοντέλου. Από αυτή την εμπειρία γεννήθηκε η Green Resilience Consulting,  θέλοντας  να μοιραστώ στην πράξη ότι η βιωσιμότητα δεν είναι εμπόδιο, αλλά εφαλτήριο. Ότι το μέλλον χτίζεται από εκείνους που τολμούν την αλλαγή, ενώ παράλληλα τιμούν ό,τι έχουν δημιουργήσει.


Πώς τεκμηριώνετε, με μετρήσιμα στοιχεία, ότι οι πράσινες πρακτικές αποτελούν επένδυση και όχι κόστος για μια ελληνική ΜμΕ;

Ως σύμβουλος, έχω δει πολλές ΜμΕ να μετακινούνται από τη δυσπιστία στην επιβεβαίωση.Στην πρώτη συνάντηση το πρώτο ερώτημα είναι συνήθως: «Πόσο θα μου κοστίσει;» Η απάντηση μου είναι: «Μην κοιτάτε πόσο θα σας κοστίσει, αλλά πόσο θα κοστίσει στην επιχείρησή σας να παραμείνει στο ίδιο σημείο». Πράσινες παρεμβάσεις, όπως η εξοικονόμηση ενέργειας, η μείωση υλικών, η καλύτερη διαχείριση αποβλήτων, αποφέρουν μετρήσιμα οφέλη, όπως:

  • Μείωση λειτουργικού κόστους
  • Απλοποίηση διαδικασιών
  • Καλύτερη πρόσβαση σε συνεργασίες, χρηματοδοτήσεις και νέες αγορές

Σε μια πρόσφατη εφαρμογή της μεθοδολογίας Green Resilience, μια μικρομεσαία επιχείρηση κατάφερε μέσα σε έξι μήνες να μειώσει τα έξοδα ενέργειας κατά 18% και να αποκτήσει πράσινη σήμανση που της άνοιξε τις πόρτες σε δίκτυα B2B. Το όφελος ήταν πολλαπλό. Συνεργάστηκε με προμηθευτές που εφαρμόζουν βιώσιμες πρακτικές και αυτό  ενδυνάμωσε τη φήμη της και την έκανε επιλέξιμη, άρα και κερδοφόρα. Όταν μια ΜμΕ αρχίσει να μετράει  τις επιπτώσεις και τα οφέλη των βιώσιμων πρακτικών της, αλλάζει και ο τρόπος που βλέπει τις επενδύσεις. Αντιλαμβάνεται πως η βιωσιμότητα δεν είναι ένα έξτρα κόστος. Είναι επένδυση με μακροπρόθεσμα οφέλη.


Ποιοι δείκτες απόδοσης είναι καταλληλότεροι για να παρακολουθήσουν οι επιχειρήσεις την οικονομική και κοινωνική αξία των πράσινων παρεμβάσεων;

Στο πλαίσιο της προσέγγισης που εφαρμόζουμε στην Green Resilience Consulting, έχουμε διαπιστώσει πως η μέτρηση της απόδοσης λειτουργεί ως εργαλείο κατανόησης και ενδυνάμωσης. Ό,τι μετριέται, μπορεί και να βελτιωθεί.  Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο στη βιωσιμότητα. Προτείνουμε στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να ξεκινούν με ένα απλό, λειτουργικό πλαίσιο τριών κατηγοριών δεικτών:

  • Οικονομικοί δείκτες: Μείωση κόστους ενέργειας και πρώτων υλών, αύξηση παραγγελιών από «ευσυνείδητους» πελάτες, ποσοστά αποδοτικότητας βιώσιμων επενδύσεων.
  • Περιβαλλοντικοί δείκτες: Κατανάλωση νερού, αποτύπωμα CO₂, ποσοστά ανακύκλωσης ή επαναχρησιμοποίησης συσκευασιών.
  • Κοινωνικοί/πολιτισμικοί δείκτες: Ικανοποίηση εργαζομένων, εμπλοκή τοπικών συνεργατών, δείκτες εμπιστοσύνης του κοινού ή αυξημένη αναγνωρισιμότητα της μάρκας.

Ακόμη και με δύο  δείκτες ανά κατηγορία, μια ΜμΕ μπορεί,  χαρτογραφώντας πού βρίσκεται σήμερα, να ενεργοποιήσει την ομάδα της με στόχους που έχουν νόημα και για τους ίδιους. Δεν είναι θέμα ελέγχου,  είναι θέμα συστήματος , μεθοδικότητας  και συνέπειας.


Αν μια εταιρεία ξεκινά σήμερα από «μηδενική βάση», ποια τρία πρώτα βήματα θα προτείνατε ώστε να ενσωματώσει μια στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης χωρίς να διαταράξει τις λειτουργίες της;

Στη μεθοδολογία Green Resilience, προσεγγίζουμε τη βιώσιμη μετάβαση σε τρεις απλές φάσεις: Χαρτογράφηση – Πλάνο – Παρακολούθηση.

  1. Χαρτογράφηση: Απλή αποτύπωση της παρούσας  κατάστασης. Πώς διαχειριζόμαστε τους πόρους μας; Τι ζητούν οι πελάτες μας; Υπάρχει βιώσιμη υπεραξία στα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μας, που δεν την εφαρμόζουμε;
  2. Πλάνο: Επιλογή μιας μικρής, εφαρμόσιμης πράσινης πρακτικής, όπως
    αναβάθμιση φωτισμού, συνεργασία με προμηθευτές που εφαρμόζουν eco-friendly πρακτικές , κυκλική χρήση υλικών ή συσκευασιών.
  3. Παρακολούθηση: Παρακολούθηση  και  ενσωμάτωση  των  αλλαγών  στην καθημερινή λειτουργία της επιχείρησης.

Αυτό που διαπιστώνουμε είναι πως όταν αυτά τα βήματα  συνδυάζονται με εμπλοκή της ομάδας και αναγνώριση των επιτυχιών, η μετάβαση γίνεται οργανικά. Οι επιχειρηματίες δεν αντιμετωπίζουν  τη  μετάβαση ως δαπάνη, αντιθέτως, βλέπουν την αποτελεσματικότητα της βιωσιμότητας.


Ποια εργαλεία ή πρακτικές έχετε βρει πιο αποτελεσματικά για να μετασχηματίσετε την κουλτούρα των εργαζομένων σε κατεύθυνση “πράσινης” νοοτροπίας;

Η κουλτούρα δεν αλλάζει με οδηγίες από τη Διοίκηση, αλλά με τη συμμετοχή και συνέπεια όλων. Το λέω αυτό γιατί το έχω ζήσει: είτε στην  οικογενειακή επιχείρηση όπως το Αρκάδι, είτε στις επιχειρήσεις με τις οποίες συνεργαζόμαστε ως γραφείο σήμερα. Οι άνθρωποι θέλουν να καταλαβαίνουν γιατί κάνουν κάτι και τι διαφορά θα φέρει.

Τα πιο αποτελεσματικά “εργαλεία” είναι αυτά που είναι χειροπιαστά και εφαρμόσιμα:

  • Μικρές καθημερινές πράξεις με νόημα: Ένας κάδος για ανακύκλωση ή μια αλλαγή στον τρόπο που τυπώνουμε. Όταν κάτι εφαρμόζεται εύκολα και το βλέπεις να αποδίδει, γίνεται συνήθεια.
  • Διάλογος και παραδείγματα: Πάντα ξεκινώ με ερωτήσεις, όχι με “πρέπει”.  Ρωτώ: “Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά; Οι απαντήσεις που λαμβάνω είναι πιο χρήσιμες από οποιαδήποτε θεωρία.
  • Συμμετοχή με ειλικρίνεια: Αν κάποιος προτείνει μια ιδέα, πρέπει να τη δει να εφαρμόζεται. Δεν υπάρχει πιο γρήγορος τρόπος να αναλάβει δράση ένας εργαζόμενος από το να νιώσει ότι έχει φωνή.

Προτρέπουμε τους πελάτες μας με τη φράση: “Ξεκίνα από τους ανθρώπους σου — όχι από το excel σου.” Αν τους εμπνεύσεις και τους κάνεις συμμέτοχους, ακόμη και οι πιο μικρές επιχειρήσεις μπορούν να χτίσουν μια πράσινη κουλτούρα που δεν ξεφουσκώνει με την πρώτη δυσκολία.


Πού σταματά η ευθύνη της κυβέρνησης και πού αρχίζει η ευθύνη του επιχειρηματία στη μετάβαση προς ένα ανθεκτικό, χαμηλών εκπομπών μοντέλο;

Θεωρώ πως  οι εκάστοτε κυβερνήσεις έχουν  ευθύνη να δημιουργούν  το πλαίσιο σταθεροί κανόνες, δίκαιη επιτήρηση, πρόσβαση σε εργαλεία στήριξης και ξεκάθαρη ενημέρωση, ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δεν έχουν “Τμήμα Βιωσιμότητας”. Από εκεί και πέρα όμως, ο καθένας μας χρειάζεται να πάρει θέση. Δε γίνεται να περιμένεις να λυθούν όλα από έξω. Αν θες να κρατήσεις την επιχείρησή σου ζωντανή και ενεργή στο αύριο, χρειάζεται να πάρεις μικρές και σταθερές πρωτοβουλίες. Η μεγαλύτερη παγίδα δεν είναι να κάνεις λάθος. Είναι να μείνεις αδρανής. Οι δυνατότητες υπάρχουν – αλλά η αρχή  χρειάζεται και πρέπει να ξεκινήσει από εσένα. Η ανθεκτικότητα δεν είναι έργο που το αναλαμβάνεις μόνο όταν υπάρχει χρόνος ή κονδύλι. Είναι στάση που χτίζεται στην πράξη. Η βιωσιμότητα δεν είναι πολυτέλεια για “τους μεγάλους”, είναι μέσο επιβίωσης και εξέλιξης για όλους μας.


Ποιες πηγές πράσινης χρηματοδότησης (π.χ. ESG funds, τραπεζικά εργαλεία, επιδοτήσεις) θεωρείτε σήμερα πιο προσβάσιμες για τις ελληνικές επιχειρήσεις;

Δε χρειάζεται να είναι κανείς μεγάλος όμιλος ή εξαγωγική επιχείρηση για να έχει πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Αυτό που χρειάζεται είναι να ξέρει πού να κοιτάξει και να έχει ξεκάθαρη πρόθεση να κάνει ένα βήμα μπροστά.

Οι πιο προσβάσιμες πηγές σήμερα για μια ελληνική ΜμΕ είναι:

  • Τα ειδικά τραπεζικά προϊόντα που αφορούν ενεργειακές αναβαθμίσεις, κυκλικές υποδομές, συστήματα διαχείρισης αποβλήτων. Οι τράπεζες έχουν τμήμα “πράσινης” χρηματοδότησης και   μπορεί να ξεκινήσει κανείς με πολύ μικρό κεφάλαιο.
  • Τα επιδοτούμενα προγράμματα τύπου ΕΣΠΑ και RRF (Recovery Resilience Facility), όπως ο «Πράσινος Μετασχηματισμός ΜμΕ». Αυτά προσφέρουν ενίσχυση ακόμη και σε μικρές παρεμβάσεις, εφόσον υπάρχει σχέδιο και συνέπεια. Είναι μια μεγάλη ευκαιρία, αρκεί να διαβαστεί σωστά η προκήρυξη και να αξιοποιηθεί με στόχευση και πλάνο.
  • Συνεργασίες ή σχήματα τοπικής ανάπτυξης, όπως ΣΔΙΤ (Σύμπραξη Δημοσίου & Ιδιωτικού Τομέα) ή clusters με άλλα δίκτυα επιχειρήσεων, όπου η κοινή πρόταση περιλαμβάνει “πράσινες” δεσμεύσεις. Αυτή η επιλογή μπορεί να δώσει πρόσβαση σε κονδύλια που μεμονωμένα ίσως είναι δύσκολο να τα προσεγγίσει κάποιος.

Το βασικό είναι να σταματήσουμε να βλέπουμε τη βιωσιμότητα ως εμπόδιο και να τη δούμε ως “διαβατήριο”. Όταν υπάρχει βιώσιμη τεκμηρίωση, η πρόσβαση σε αυτά τα εργαλεία είναι εφικτή και δίκαιη.


Πώς μπορούν οι εταιρείες να εμπλέξουν προμηθευτές και πελάτες σε δράσεις Scope 3, ώστε να διαχυθεί η ανθεκτικότητα σε όλο το οικοσύστημα;

Το Scope 3,  δηλαδή οι έμμεσες εκπομπές σε όλη την αλυσίδα αξίας , μπορεί να ακούγεται “μακρινό” για μια ΜμΕ, όμως στην πράξη αφορά τις καθημερινές μας σχέσεις με προμηθευτές και πελάτες. Αυτό που χρειάζεται είναι να αρχίσει η επικοινωνία  για να χτιστεί η συνεργασία.

Οι τρεις πρακτικοί τρόποι για να ξεκινήσει κάποιος είναι:

  1. Να ζητήσει διαφάνεια από τους προμηθευτές του. Δε χρειάζεται να είναι πλήρης ESG αναφορά, γιατί μπορεί να μην υπάρχει συμβατική υποχρέωση, αρκούν όμως  βασικά στοιχεία, όπως τι κάνουν για την ανακύκλωση, αν έχουν κάποια πιστοποίηση ή έναν κώδικα δεοντολογίας.
  2. Να δουλέψει μαζί με τους προμηθευτές. Αντί να αναζητήσει άλλον προμηθευτή, καλό είναι να δει εάν μπορεί να βρει μαζί του μια καλύτερη βιώσιμη λύση, π.χ μια ανακυκλώσιμη καινοτόμα  συσκευασία
  3. Να ενημερώσει τους καταναλωτές με απλό τρόπο. Ένα μήνυμα ανακύκλωσης στη συσκευασία, μια ιδέα ανταλλαγής ή επιστροφής, μια ανάρτηση για τις περιβαλλοντικές δράσεις. Όλα αυτά διαμορφώνουν κουλτούρα και κρατούν τον καταναλωτή συμπορευτή στο ταξίδι της βιωσιμότητας.

Το Scope 3 για την ΜμΕ αρχίζει με τον διάλογο και με το μοίρασμα της ευθύνης. Κάπως έτσι, η ανθεκτικότητα γίνεται κοινό όφελος και χτίζει συνεργασίες.


Ποιες τεχνολογίες (π.χ. ψηφιακά δίδυμα, IoT, κυκλικές πλατφόρμες) βλέπετε να έχουν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στη μείωση κόστους και ρίσκου;

Οι τεχνολογίες που έχουν αποτέλεσμα για μια ΜμΕ είναι αυτές που κάνουν τη δουλειά απλή και διαχειρίσιμη. Δεν χρειάζεται “τεχνολογικό άλμα”. Χρειάζονται εργαλεία που δείχνουν τι γίνεται στην επιχείρηση και πώς μπορεί να βελτιωθεί. Εκεί που βλέπω να γίνεται η διαφορά, είναι όταν μια επιχείρηση ξεκινά με μια τεχνολογία που της λύνει ένα υπαρκτό πρόβλημα — όχι κάτι θεωρητικό.

Εργαλεία όπως:

  • Απλοί αισθητήρες (IoT) για κατανάλωση ρεύματος, νερού ή ενέργειας — ιδιαίτερα σε επιχειρήσεις με παραγωγική δραστηριότητα. Δεν κοστίζουν πολύ και μέσα σε 1–2 μήνες δείχνουν τι καταναλώνεται και τι μπορεί να εξοικονομηθεί.
  • Λογισμικά παρακολούθησης περιβαλλοντικών στοιχείων (cloud-based ESG εργαλεία), ακόμη και σε βασική μορφή, βοηθούν να οργανωθούν δείκτες με την αξιοποίηση του ήδη υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού.
  • Κυκλικές πρακτικές σε συνεργασία με άλλες επιχειρήσεις, όπως ανταλλαγή υλικών ή κοινή διαχείριση αποβλήτων, με τη χρήση μιας κοινής πλατφόρμας.

Οι τεχνολογίες δε χρειάζεται να είναι περίπλοκες, ούτε ακριβές. Αρκεί να δίνουν εικόνα, πρόβλεψη και έλεγχο. Η ψηφιοποίηση  με απλά εργαλεία επιτρέπει να βλέπεις τι συμβαίνει, να αντιδράς γρήγορα και να παίρνεις αποφάσεις με βάση τα δεδομένα. Και αυτό μειώνει άμεσα το ρίσκο, χωρίς να διαταράσσει τη λειτουργία της επιχείρησης.


Με βάση τις τάσεις της κλιματικής κρίσης, ποια είναι τα μεγαλύτερα ρίσκα για μια ελληνική ΜμΕ την επόμενη πενταετία και πώς μπορεί να τα προλάβει;

Αυτό που βλέπω στην πράξη, είναι ότι τα ρίσκα για μια ΜμΕ δεν είναι πια “μακρινά”. Είναι εδώ και τώρα, απλώς κάποιες φορές δεν τα αναγνωρίζουμε και δεν επενδύουμε στην πρόληψη τους. Τα τρία μεγαλύτερα που μπορούμε να διακρίνουμε είναι:

  1. Οι φυσικοί κίνδυνοι: καύσωνες, πλημμύρες, ακραία φαινόμενα που μπορεί να διακόψουν λειτουργίες, να καταστρέψουν αποθέματα ή να ανεβάσουν κατακόρυφα το κόστος.
  2. Οι νέες ρυθμίσεις: πλέον η πρόσβαση σε προγράμματα, συμβάσεις και συνεργασίες περνάει μέσα από κριτήρια βιωσιμότητας. Αν μία ΜμΕ δεν έχει χαρτογραφημένες τις επιπτώσεις ή έστω μια βιώσιμη στρατηγική, χάνει ευκαιρίες.
  3. Η απώλεια εμπιστοσύνης: τόσο από τους πελάτες όσο και από τους ανθρώπους που δουλεύουν στην επιχείρηση. Σήμερα, δεν φτάνει να πουλάει κάποιος ένα καλό προϊόν. Πρέπει να είναι υπεύθυνος  απέναντι στους εργαζόμενους του, στην κοινωνία και το περιβάλλον.

Το πρώτο βήμα είναι να προσδιορίσει τους κινδύνους. Να συνεργαστεί με την ομάδα του και να τα δει με απλό τρόπο:
Τι είναι πιο πιθανό να συμβεί; Πώς μπορούμε να είμαστε έστω ένα βήμα πιο μπροστά; Δεν χρειάζονται περίπλοκες μελέτες. Χρειάζεται διορατικότητα, δράση  και συνέπεια.


Μπορείτε να μοιραστείτε ένα συγκεκριμένο case study από τον δικό σας κύκλο συνεργασιών, όπου η βιωσιμότητα οδήγησε σε απτό επιχειρηματικό κέρδος;

Επιλέγω να μοιραστώ την προσωπική μου εμπειρία, γιατί θεωρώ ότι ενσωματώνει τα βασικά μηνύματα που χρειάζονται οι ΜμΕ σήμερα: πρακτικότητα, στρατηγική ανθεκτικότητα. Και όλα αυτά χωρίς να τα επιβάλλει κάποιο ρυθμιστικό πλαίσιο. Στην Αρκάδι, οδηγήσαμε τη μάρκα σε έναν ουσιαστικό μετασχηματισμό με επίκεντρο τη βιωσιμότητα. Πίσω από κάθε επιλογή υπήρχε η πρόθεση να τιμήσουμε την ελληνική παράδοση του πράσινου σαπουνιού και ταυτόχρονα να ενισχύσουμε το brand και να διατηρήσουμε τις διαχρονικές του αξίες.

Αυτό το εγχείρημα εξελίχθηκε μέσα σε μια περίοδο διαδοχικών κρίσεων που έπληξαν βαθιά την ελληνική οικονομία και επιχειρηματικότητα:

  • Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008
  • Η αβεβαιότητα και τα Μνημόνια (2010–2015)
  • Τα Capital Controls του 2015, που δυσχέραναν την πρόσβαση σε πρώτες ύλες και συναλλαγές
  • Η πανδημία COVID-19, με σοβαρές επιπτώσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα
  • H ενεργειακή κρίση του 2022, με αυξημένα κόστη και πίεση στις παραγωγικές μονάδες.

Αντιμετωπίσαμε αυτά τα ρίσκα με στρατηγική προσήλωση σε τρεις άξονες: ανάπτυξη νέων προϊόντων, αναδιοργάνωση εσωτερικών  λειτουργιών και υπεύθυνη διαχείριση προμηθευτών, πελατών και καταναλωτών.

  • Αναπτύξαμε νέες σειρές προϊόντων, όπως απορρυπαντικά, μαλακτικά, υγρά χεριών και βρεφική καλλυντική σειρά, βασισμένες στη φιλοσοφία του πράσινου σαπουνιού και στις αξίες της φυσικότητας και της ασφάλειας.
  • Μειώσαμε τη χρήση πλαστικού στη συσκευασία, πλέον του 50%, περιορίζοντας τα κόστη και ενισχύοντας την περιβαλλοντική μας ταυτότητα.
  • Αναδιοργανώσαμε τον κύκλο παραγγελιών μέσω CRM, επιτυγχάνοντας μείωση χρόνου εκτέλεσης κατά 20%.
  • Ενισχύσαμε τη σχέση με τους προμηθευτές μας, τους πελάτες μας, και τους καταναλωτές μας, στηρίζοντας ελληνικές συνεργασίες και επιλέγοντας αξιόπιστους συνεργάτες με συμβατότητα στις  αξίες μας. Επικοινωνούσαμε τις δράσεις μας στους καταναλωτές μας.

Το σημαντικότερο όμως επίτευγμα είναι ότι η μάρκα Αρκάδι έγινε love brand. Αγαπημένη από όλες τις γενιές καταναλωτών, διατηρώντας την αυθεντικότητά της. Η εξαγορά της από την ΠΑΠΟΥΤΣΑΝΗΣ, μία αξιόπιστη και ιστορική βιομηχανία, έγινε με βασικό γνώμονα την περαιτέρω ανάπτυξη και ενδυνάμωση του brand.


Αν βρισκόσασταν απέναντι σε ένα διοικητικό συμβούλιο που θεωρεί τη βιωσιμότητα “πολυτέλεια”, ποια θα ήταν η μία φράση σας για να αλλάξετε τη νοοτροπία τους;

«Ό,τι επενδύεται στη βιωσιμότητα επιστρέφει ως ανθεκτικότητα, εμπιστοσύνη, επιλεξιμότητα  και νέες ευκαιρίες.»

Αυτό δεν είναι θεωρία. Είναι η επιχειρηματική μου πραγματικότητα,  που  καθημερινά βλέπω σε επιχειρήσεις  που έχουν το θάρρος να αλλάξουν έστω και ένα μικρό κομμάτι του μοντέλου λειτουργίας τους. Η βιωσιμότητα δεν είναι κόστος. Είναι το εργαλείο που εξασφαλίζει ηγετική θέση στην αγορά.

ΠΗΓΗ: AGROCAPITAL.GR